ἄτιμοι — ἄτῑμοι , ἄτιμος unhonoured masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
POENA — et Beneficium, pro Diis habitos apud quosdam Aethiopiae populos legimus: Sunt qui non ab Aethioplbus, sed ab Assyriis et Persis hos cultos fuisse asserunt; illam quod malorum, hunc quod bonorum largitorem esse opinantur, Alex. ab Alex. l. 18. c.… … Hofmann J. Lexicon universale
Тюрьма у древних греков и римлян — 1) Т. у древних греков носила в разных местах различные наименования: афиняне называли ее δεσμωτήριον (от δέω связываю) или (эвфемистически) οϊκήμα или άναγκαϊον (принудительное помещение). Из того, что в сочинениях аттических писателей слово… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Gregorios Xenopoulos — (* 9. Dezember 1867 in Konstantinopel; † 14. Januar 1951 in Athen) war ein griechischer Schriftsteller. Biographie Xenopoulos Vater Dionysios stammte von der ionischen Insel Zakynthos, seine Mutter Eulalia war gebürtige Konstantinopolitin. Seine… … Deutsch Wikipedia
Xenopoulos — Gregorios Xenopoulos (* 9. Dezember 1867 in Konstantinopel; † 14. Januar 1951 in Athen) war ein griechischer Schriftsteller. Biographie Xenopoulos Vater Dionysios stammte von der ionischen Insel Zakynthos, seine Mutter Eulalia war gebürtige… … Deutsch Wikipedia
ОЛИМПИЯ — • Olympĭa, η̉ Όλυμπία, первоначально площадь, принадлежащая к храму перед воротами Писы в Элиде в том месте, где Клодей (или Кладаос) вливается в Алфей. После разрушения Писы, в 641 г., элейцы не позволили возникнуть здесь новому… … Реальный словарь классических древностей
Ηλιαία — Το ανώτατο δικαστήριο της αρχαίας Αθήνας. Ονομάστηκε έτσι από το ρήμα αλίζω (συγκεντρώνω). Αρχικά Η. ονομαζόταν o τόπος που συγκεντρώνονταν οι δικαστές, αλλά αργότερα το όνομα δόθηκε και στο δικαστήριο. Ο θεσμός ανάγεται στα χρόνια του Σόλωνα ή… … Dictionary of Greek
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
ηλιαία — Το ανώτατο δικαστήριο της αρχαίας Αθήνας. Ονομάστηκε έτσι από το ρήμα αλίζω (συγκεντρώνω). Αρχικά Η. ονομαζόταν o τόπος που συγκεντρώνονταν οι δικαστές, αλλά αργότερα το όνομα δόθηκε και στο δικαστήριο. Ο θεσμός ανάγεται στα χρόνια του Σόλωνα ή… … Dictionary of Greek
κατεργάρης — ο, θηλ. κατεργάρα και άρισα, ουδ. κατεργάρικο (Μ κατεργάριος και κατεργάρης) πανούργος, δόλιος, παμπόνηρος νεοελλ. 1. (με θωπευτική σημ.) ευφυής, έξυπνος («είδες πώς τά κατάφερε ο κατεργάρης») 2. παροιμ. φρ. «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του»… … Dictionary of Greek